τσιτώνομαι, ρ. [<τσιτώνω]. 1. τεντώνω το κορμί μου με υπερένταση: «μόλις σηκώθηκε και τσιτώθηκε, τότε μόνο κατάλαβα τι άντρακλας ήταν!». 2. εκνευρίζομαι, νευριάζω: «μην του κάνεις πολλά αστεία, γιατί με το παραμικρό τσιτώνεται». 3. πεισμώνω: «αφού τσιτώθηκε μην περιμένεις να συμφωνήσει μαζί σου». 4. επαίρομαι, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους: «απ’ τη μέρα που έγινε διευθυντής, τσιτώθηκε και δε μας λέει καλημέρα». Από την εικόνα του ατόμου που λόγω της έπαρσής του, τεντώνει επιδεικτικά το κορμί του. 5. βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο της ευχαρίστησης, της απόλαυσης, της ικανοποίησης: «να τον δεις εσύ πώς τσιτώνεται, κάθε φορά που ακούει λαϊκά τραγούδια»·
- μου τσιτώθηκε (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), ήρθε σε κατάσταση στύσης: «με το πρώτο φιλί που της έδωσα μου τσιτώθηκε».